πεταλοποιός

πεταλοποιός
πετᾰλοποιός, όν,
A making leaves of metal, goldbeater, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεταλοποιός — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • πεταλοποιός — ο ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλουργός, πεταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πεταλοποιείο — το, Ν εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πέταλα για οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πεταλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πεταλουργός — ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλοποιός, πεταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”